-
1 фонтан
1. (сооружение) о πίδακας, разг. το σιντριβάνι 2. (струя, столб жидкости) η υδρορροήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фонтан
-
2 Element
subs.Part: P. and V μέρος, τό.Germ: P. and V. σπέρμα, τό.Beginning, origin: P. and V. ἀρχή, ἡ, ῥίζα, ἡ, πηγή, ἡ.Be in one's element, enjoy onesolf v.: P. εὐπαθεῖν, P. and V. εὐφραίνεσθαι.The Elements, subs.: P. τὰ γένη.The primed elements: P. τὰ πρῶτα (Plat., Theaet. 205C).There being four elements of which the body is compacted, earth, air, fire, and water: P. τεσσάρων ὄντων γενῶν ἐξ ὧν συμπέπηγε τὸ σῶμα, γῆς, πυρὸς, ὕδατός τε καὶ ἀέρος (Plat., Tim. 81E).I show that of the two elements appointed for the useof man, namely, sea and land, of the one you are complele masters: P. ἐγὼ ἀποφαίνω δύο μερῶν εἰς χρῆσιν φανερῶν, γῆς καὶ θαλάσσης, τοῦ ἑτέρου ὑμᾶς παντὸς κυριωτάτους ὄντας (Thuc., 2, 62).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Element
См. также в других словарях:
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
δέλλος — Πηγή θερμού ύδατος, στην οποία το νερό αναβλύζει περιοδικά με τη μορφή υδάτινης στήλης σε μεγάλο ύψος. Η ονομασία της προέρχεται από την ομώνυμη περιοχή Δέλλοι της Σικελίας, όπου κατά την αρχαιότητα, όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης, εκτοξεύονταν… … Dictionary of Greek
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek
CASTALIUS Fons — Caballinus, et Libethris dicitur. Est in radicibus Parnassi, Musis sacer. Virgilius Castaliam vocat Georg. l. 3. v. 293. Iuvat ire iugis, qua nulla priorum Castaliam molli divertitur orbita clivo. De nominis origine sic Bochart. l. 1. Chanann. c … Hofmann J. Lexicon universale
σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… … Dictionary of Greek
FONS — Neptuni inventum, vide infra, a fundendo, quod aquam fundant, dictus, scaturigo aquarum perennis, atqueve hinc inter rudis illius Antiquitatis Numina fuit. Mart. l. 4. Epigr. 57. v. 7. cuius epigraphe ad Faustinum. Ergo sacri fontes et littora… … Hofmann J. Lexicon universale
θερμοπηγή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 197 κάτ.) του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σιδηροκάστρου. * * * η πηγή θερμού ύδατος, θερμή πηγή … Dictionary of Greek
θαλάσσιο περιβάλλον — Το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο φυσικό περιβάλλον που υπάρχει στη Γη. Υπερτερεί του χερσαίου περιβάλλοντος όχι μόνο ως προς την έκταση (οι θάλασσες έχουν δυόμισι φορές μεγαλύτερη έκταση από την ξηρά) αλλά και ως προς το πάχος τη βιόσφαιρας,… … Dictionary of Greek